λαυριονίτης

λαυριονίτης
Ορυκτό που αποτελεί βασικό χλωριούχο άλας του μολύβδου. Έχει χημικό τύπο Pb(OH)Cl και αποτελείται από μικρούς άσπρους κρυστάλλους που ανήκουν στο ρομβικό σύστημα. Εμφανίζεται κυρίως στον όρμο Βρυσάκια του Λαυρίου και δημιουργήθηκε με την επίδραση της θάλασσας στις μολυβδούχες μεταλλουργικές σκωριές των αρχαίων μεταλλείων. Πολλές φορές συνοδεύεται από παραλαυριονίτη, που είναι η αλλοτροπική του μορφή με κρυστάλλους στο μονοκλινές σύστημα.
* * *
ο
(ορυκτ.) άχρωμο ή λευκό βασικό χλωριούχο ορυκτό τού μολύβδου, που κρυσταλλώνεται στο ορθορομβικό σύστημα με τη μορφή πρισματικών κρυστάλλων και απαντά στις κοιλότητες τών μολυβδούχων σκωριών τού όρμου Βρυσάκια Λαυρίου, από όπου προήλθε και η ονομασία του, καθώς και στην Κορνουάλη τής Αγγλίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. laurionite < Λαύριον Αττικής, όπου ανακαλύφθηκε + κατάλ. -ite].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”